- βαθιονόητος
- -η, -ο1. αυτός που έχει βαθύ νόημα: Αυτό το βιβλίο είναι βαθιονόητο.2. αυτός που έχει βαθιά σκέψη: Ο στοχασμός του είναι βαθιονόητος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.